ἕκηλος

ἕκηλος
ἕκηλος
Grammatical information: adj.
Meaning: `careless, at will, quiet',
Other forms: Dor. ἕκᾱλος
Derivatives: Also εὔκηλος, εὔκᾱλος (Il.). From it ἑκηλία φιλοτησία, εὑκαλία ἡσυχία, εὑκαλεῖ ἀτρεμίζει H.
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯eḱ- `will want'
Etymology: Uncertain. Best with Buttmann Lexilogus 1, 141 as *Ϝέκᾱλος (= γέκαλον ἥσυχον H.; on the digamma also Chantraine Gramm. hom. 1, 129f.) to *Ϝέκᾰ in ἑκά-εργος (s. v.) a. o. with suffixal -ᾱλος, -ηλος (Chantr. Form. 241f., Schwyzer 484), so prop. "at will". εὔκηλος just after the many compounds with εὑ-; after it δύσκηλος, s. v. - The semantically attractive connection with Skt. úc-yati `find pleasure, be used to', ókas- n. `usual stay, house' etc. (Persson Studien 7) does not explain the form ἕκηλος. - Wrong Bechtel Lex. s. v. - Fraenkel Lexis 3, 64ff. thinks ἕκηλος and εὔκηλος are two different words.
Page in Frisk: 1,477

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἕκηλος — at rest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλον — ἕκηλος at rest masc/fem acc sg ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλοις — ἕκηλος at rest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλου — ἕκηλος at rest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλα — ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλοι — ἕκηλος at rest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • веселый — весел, весела, весело, укр. веселий, ст слав. веселъ κεχαριτωμένος (Супр.), болг. весел, сербохорв. ве̏сео, ве̏села, словен. vesȇɫ, чеш. vesely, слвц. vesely, польск. wesoɫy, др. польск. wiesioɫy, в. луж., н. луж. wjesoɫy. Родственно лтш.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”